ΙΝΣΤΙΤΟΥΤΟ ΙΣΤΟΡΙΚΩΝ ΕΡΕΥΝΩΝ > Τομέας Νεοελληνικών Ερευνών

 

Ιστορία των Oικισμών της Ελλάδας (15ος-20ός αι.)

Τεκμήρια για τη συγκρότηση των οικισμών του Πειραιά

Δραπετσώνα

Στη Δραπετσώνα, στο δυτικό άκρο του Πειραιά, στα τέλη του 19ου αιώνα, στεγάζονταν μεγάλες βιομηχανίες, βιοτεχνίες, τα σφαγεία, η πυριτιδαποθήκη, το νεκροταφείο, οι οίκοι ανοχής, και ελάχιστοι μόνιμοι κάτοικοι. Πιο αναλυτικά το 1880 εγκαταστάθηκε το ατμοκίνητο σαπωνοποιείο των αδελφών Ζαβογιάννη, ακολούθησε το ελαιουργείο-σαπωνοποιείο του Γ. Σαραϊντάρη και το 1904 το βυρσοδεψείο Μιχαλινού. Την ίδια περίοδο ολοκληρώθηκε η κατασκευή του σιδηροδρομικού σταθμού της γραμμής Πειραιώς-Λαρίσης στον Άγιο Διονύσιο και μεταφέρθηκε το μηχανουργείο Βασιλειάδη στον λιμενοβραχίονα Κράκαρη, λόγω της επέκτασης του λιμανιού. Στον διπλανό όρμο Φωρών άρχισε να λειτουργεί το αγγειοπλαστείο-τσιμεντοποιείο Ζαβογιάννη-Ζαμάνη και Σία ενώ πλάι σε αυτές τις μονάδες, το 1909, ξεκίνησε η κατασκευή του εργοστασίου της Ανώνυμης Ελληνικής Εταιρείας Χημικών Προϊόντων και Λιπασμάτων. Επιπλέον το 1913 ολοκληρώθηκαν οι μόνιμες δεξαμενές ελλιμενισμού των πλοίων.

Πλάι στο εργοστάσιο της Α.Ε.Ε.Χ.Π.Λ., στη βόρεια πλευρά του, στην επίπεδη περιοχή, πάνω από τον όρμο των Σφαγείων ξεκίνησε μετά το 1910 το χτίσιμο του συνοικισμού στον οποίο θα διέμεναν οι υπάλληλοι, το εξειδικευμένο κυρίως προσωπικό της εταιρείας καθώς και κάποιοι από τους εργάτες. Εμπνευστής του συνοικισμού ήταν ο μέτοχος της εταιρείας Λεόντιος Οικονομίδης. Η υλοποίηση του σχεδίου κόστισε 891.000 δρχ και η αρχική χωρητικότητα ήταν 325 άτομα. Οι ένοικοι πλήρωναν αρχικά κάποιο μικρό ενοίκιο, στη συνέχεια η διαμονή ήταν δωρεάν ενώ όταν μεταπολεμικά ο συνοικισμός δεν επαρκούσε η Εταιρεία έδινε επίδομα ενοικίου στο προσωπικό της. Το είδος του σπιτιού εξαρτιόταν από την θέση του υπαλλήλου-εργάτη στην επιχείρηση.

Ο βασικός πυρήνας του συνοικισμού, που περιλάμβανε 36 κτίρια κατοικιών, δημιουργήθηκε την περίοδο 1913-1918 καθώς και το σχολείο και το γυμναστήριο. Στη συνέχεια και μέχρι το 1935 ανεγέρθηκαν κάποια ακόμη οικήματα. Ανάμεσα στις μονάδες παραγωγής και τις κατοικίες παρεμβαλλόταν μια κενή έκταση και το συγκρότημα των σφαγείων. Η περιοχή των κατοικιών χωριζόταν από το εργοστάσιο με δρόμο, ο οποίος ένωνε τη Δραπετσώνα με την ακτή του όρμου Σφαγείων. Τα οικήματα των υπαλλήλων ήταν πέντε κτίρια, τα τέσσερα ήταν στη σειρά σε ελεύθερη διάταξη. Δύο χτίστηκαν το 1913 και δύο το 1916. Ήταν κτίρια διώροφα πέτρινα με τετράρριχτη στέγη και κάλυψη από κεραμίδια. Κάθε κτίριο περιλάμβανε δύο κατοικίες, κάθε κατοικία είχε τρία δωμάτια, μαγειρείο, λουτρό και πλυντήριο. Πιθανότατα υπήρχαν και βοηθητικοί χώροι στην πίσω πλευρά των οικοπέδων. Το πέμπτο κτίριο, όμοιο με τα υπόλοιπα εξωτερικά, ήταν προς τη μεριά του εργοστασίου και κατοικούσαν σε αυτό οι τμηματάρχες. Χτίστηκε το 1913, είχε δώδεκα δωμάτια και λουτρό και κατοικούσαν επτά υπάλληλοι. Το «Γυμναστήριον» - το ποδοσφαιρικό γήπεδο- βρισκόταν στη βόρεια πλευρά των οικημάτων. Δυτικά του γηπέδου και μέχρι την ακτή βρίσκονταν τα οικήματα των εργατών. Ήταν 22 συνολικά κτίσματα, 12 από τα οποία βρίσκονταν αμέσως μετά το γήπεδο. Ήταν μονώροφα κτίρια ορθογώνιας κάτοψης, με προκήπια και μεγάλους διαδρόμους. Τα έξι χτίστηκαν το 1913 και τα υπόλοιπα έξι τον Σεπτέμβριο του 1914. Δύο από αυτά ήταν σπίτια επιστατών και το καθένα αποτελούταν από τέσσερα δωμάτια, πλυντήριο, μαγειρείο και αυλή, συνολικά σε κάθε ένα διέμεναν 17 άτομα. Τα υπόλοιπα 10 οικήματα είχαν από τέσσερα και τέσσερα δωμάτια με μαγειρείο όπου και κατοικούσαν 90 συνολικά άτομα. Στο κέντρο της ενότητας αυτής υπήρχε ένα μικρότερο κτίριο που έφερε την ένδειξη «Λουτρά».

Πλάι σε αυτά υπήρχαν δύο μεγαλύτερα, διώροφα ορθογώνια κτίρια, με διπλό εσωτερικό αίθριο. Κάθε ένα είχε 16 κατοικίες, κάθε κατοικία περιλάμβανε ένα δωμάτιο, κουζίνα, τραπεζαρία και πλυντήριο. Τα συγκροτήματα αυτά χτίστηκαν το 1916. Ανάμεσα στις 2 προηγούμενες ενότητες υπήρχε το πολεοδομικό κέντρο του συνοικισμού, στο οποίο υπήρχε πλατύς δρόμος με μεγάλες νησίδες. Στη βόρεια πλευρά αυτού του δρόμου υπήρχαν δύο επιμήκη κτίρια κατοικιών αντικριστά μεταξύ τους με εσωτερικό μικρό δρόμο και προκήπια, τα οποία πιθανότατα χτίστηκαν το 1923. Ήταν μονώροφα κτίρια με δίριχτη στέγη από κεραμίδια. Κάθε κτίριο περιλάμβανε 7 κατοικίες. Ακολουθούσαν δυτικά δύο μεγάλα τριώροφα συγκροτήματα με διπλά εσωτερικά αίθρια που κατασκευάστηκαν το 1918. Ο όγκος των κτιρίων ήταν πέτρινος ενώ οι περιμετρικοί εξώστες που διέτρεχαν το κτίριο καθώς και η στέγη ήταν από μπετόν. Κάθε κτίριο περιλάμβανε 18 κατοικίες και κάθε κατοικία είχε δύο δωμάτια και μαγειρείο και κατοικούσαν 90 εργάτες. Γύρω από τα κτίρια υπήρχαν κήποι. Βορειανατολικά βρισκόταν η τελευταία ενότητα που αποτελούνταν από τρία παράλληλα επιμήκη κτίσματα κτίρια κατοικιών με εσωτερικό μικρό δρόμο και προκήπια, τα οποία πιθανότατα χτίστηκαν το 1925. Ήταν μονώροφα κτίρια με δίριχτη στέγη από κεραμίδια.

Το σχολείο κατασκευάστηκε την περίοδο 1923-1925 και βρισκόταν στη βορειοδυτική γωνία του οικοπέδου. Ο συνοικισμός κατεδαφίστηκε σταδιακά τη δεκαετία του 1960.

Περιμετρικά του εργοστασίου της Α.Ε.Ε.Χ.Π.Λ. αλλά και των υπολοίπων βιομηχανικών μονάδων της περιοχής εγκαταστάθηκαν σε πρόχειρα παραπήγματα αλλά και σε πιο μόνιμες κατασκευές πλήθος προσφύγων καθώς επίσης και εσωτερικοί μετανάστες στη μεταπολεμική περίοδο. Τα παραπήγματα της γειτονιάς του Ταμπάκικου (από την ομώνυμη επιχείρηση) γκρεμίστηκαν μετά την μεταπολίτευση και οι κάτοικοί τους εγκαταστάθηκαν στα τέλη της δεκαετίας του 1980 στις εργατικές πολυκατοικίες των οδών Αριστοτέλους και Καπετανίδου ή στις αρχές της δεκαετίας του 1990 στις αντίστοιχες πολυκατοικίες της 25ης Μαρτίου.

Οι οίκοι ανοχής των Βούρλων και ο αρχικός πυρήνας της γειτονιάς της Κρεμμυδαρούς προηγήθηκαν της άφιξης των προσφύγων. Εκεί βρισκόταν ο κύριος όγκος του κατοίκων αλλά και των καταστημάτων (καπηλειά, τεκέδες) όπου συγκεντρωνόταν το κοινωνικό περιθώριο του Πειραιά. Για τους κατοίκους πριν το 1922 δεν έχουμε στοιχεία. δεν καταγράφονται στην απογραφή, στα πρακτικά του Δ.Σ. Πειραιά, ενώ λίγα αποσπασματικά στοιχεία υπάρχουν στο τύπο, που σχετίζονται κυρίως με την εγκληματικότητα. Πέρα όμως από το «κοινωνικό περιθώριο» των Βούρλων και των τεκέδων πιθανότατα θα υπάρχουν και εργάτες στα εργοστάσια, ή μετανάστες από τα νησιά. Το δημοτολόγιο του Πειραιά είναι ίσως η μοναδική πηγή για το θέμα αυτό.

Το σημείο τομής της ιστορίας της Δραπετσώνας είναι μια τομή της εθνικής ιστορίας? η Μικρασιατική καταστροφή αποτελεί την αφετηρία της οικιστικής συγκρότησης εξαιτίας της προσφυγικής εγκατάστασης. Μετά την Μικρασιατική καταστροφή ο ήδη κατοικημένος χώρος γεμίζει με σκηνές, παραπήγματα και παράγκες, με αποτέλεσμα τη διόγκωση του οικιστικού πυρήνα. Οι γειτονιές της Κρεμμυδαρούς (από την ομώνυμη οδό) του Αγίου Φανουρίου (από την εκκλησία), το Καστράκι (πλάι στο αρχαιολογικό χώρο, βόρεια από τις μόνιμες δεξαμενές ελλιμενισμού των πλοίων) αλλά και τα παραπήγματα πλάι στον σταθμό Λαρίσης συνθέτουν το κύριο οικιστικό πλέγμα της Δραπετσώνας και βρίσκονται γύρω από την εκκλησία του Αγίου Διονυσίου.

Στην περιοχή του Αγίου Διονυσίου όπου βρισκόταν και το παλαιό νεκροταφείο πλάι στην εκκλησία είχαν εγκατασταθεί ήδη από το 1914 πρόσφυγες από τη Ραιδεστό, αρχικά σε σκηνές και στη συνέχεια σε αυτοσχέδια παραπήγματα. Οι πρόσφυγες από την Καππαδοκία είχαν εγκατασταθεί στη δεξιά πλευρά της Κανελλοπούλου μπροστά από τα Βούρλα. Στη συνέχεια μεταφέρθηκαν πλάι στη μάντρα «Μεταξά» στην περιοχή της Ανάστασης, ενώ στη συνέχεια το 1939 εγκαταστάθηκαν στις 4 πολυκατοικίες που χτίστηκαν κοντά στην εκκλησία του Αγίου Διονυσίου, την περίοδο 1935-1938 και αποτελούνταν από 132 διαμερίσματα. Το 1935-1936 κατασκευάστηκαν οι πρώτες τρεις τριώροφες με 36 διαμερίσματα του ενός δωματίου στις οποίες υπήρχε και ημιυπόγειο. Η τέταρτη οικοδομήθηκε το 1938 και αποτελούνταν από 24 διαμερίσματα και πλυσταριά στο ημιυπόγειο. Τα πρώτα χρόνια κατοικούσαν και δύο οικογένειες στα διαμερίσματα του ενός δωματίου. Στις πηγές σώζεται το όνομα του Ο. Πουσκουλού, ως εργολήπτη, ο οποίος κατασκεύασε και το συγκρότημα των πολυκατοικιών στη λεωφόρο Αλεξάνδρας.

Μέσα στις γειτονιές της Δραπετσώνας που ενοποιήθηκαν κατά κάποιο τρόπο δημιουργήθηκαν μια σειρά από επιμέρους συνοικίες τα Χιώτικα, τα Αμερικάνικα και τα Γαλλικά. Τα χιώτικα ήταν η συνοικία ανάμεσα στα Βούρλα και στην οδό Κρεμμυδαρού. Τα «Γαλλικά» είναι η συνοικία που οριοθετείται από τις οδούς Ελ. Βενιζέλου (ανατολικά), 25ης Μαρτίου (δυτικά), και Ν. Καζαντζάκη (βόρεια) και δημιουργήθηκε το 1924, μετά από παραχώρηση του ΟΛΠ, για να εγκατασταθούν οι υπάλληλοι της γαλλικής εταιρείας «Ερσάν και Σία», η οποία μέχρι το 1934 έκανε εργασίες εκβραχισμού του λιμανιού. Στην επίπεδη λοιπόν περιοχή του λόφου του Κανθάρου δημιουργήθηκαν ξύλινα σπίτια με κεραμίδια, στα οποία μετά την αποχώρηση των γάλλων εγκαταστάθηκαν υπάλληλοι του ΟΛΠ. Τα «Αμερικάνικα» με τη σειρά τους ήταν τα πρόχειρα ξύλινα δωμάτια που δημιούργησε ο Αμερικάνικος Ερυθρός Σταυρός στην περιοχή του Αγίου Φανουρίου για τους πρόσφυγες.

Στο Βορειοανατολικό τμήμα του μετέπειτα Δήμου Δραπετσώνας δημιουργήθηκε ο συνοικισμός της Ανάληψης (από την ομώνυμη εκκλησία), στον οποίο εγκαταστάθηκαν Πόντιοι πρόσφυγες οι οποίοι και δημιούργησαν την εκκλησία. Ο συνοικισμός αυτός συνορεύει με αυτό την Ανάστασης όπου όμως ανήκει στο δήμο Κερατσινίου. Στην απογραφή του 1928 η Δραπετσώνα έχει 17.652 κατοίκους, η συντριπτική πλειονότητα είναι πρόσφυγες από τον Πόντο, την Μάκρη, την Καππαδοκία, την Κιλικία και τη Σμύρνη. Σύμφωνα με το Ελεύθερο Βήμα (6.10.1928, σ. 1-2) στη Δραπετσώνα και στα Λιπάσματα ζούσαν 6. 745 Αρμένιοι.

Η Δραπετσώνα αποτέλεσε έναν από τους τελευταίους συνοικισμούς της ευρύτερης περιοχής του Πειραιά που έγινε αυτόνομος Δήμος. Η καθυστέρηση σύστασης αυτόνομης Κοινότητας ή Δήμου πιθανότατα οφείλεται σε οικονομικούς λόγους. η σύσταση των υπόλοιπων οικισμών που υπάγονταν στον Πειραιά σε αυτόνομους Δήμους του είχε στερήσει πληθυσμό αλλά και έσοδα. Η παραμονή της Δραπετσώνας και κυρίως της βιομηχανικής της ζώνης απέφερε στο Δήμο Πειραιά μεγάλα χρηματικά ποσά από την είσπραξη των δημοτικών τελών. Ενδεχόμενη απώλεια θα είχε μεγάλο αντίκτυπο στην οικονομική λειτουργία του Δήμου, για αυτό το Δημοτικό Συμβούλιο Πειραιά με ψήφισμά του, το 1951 ζήτησε από την Κυβέρνηση την ανάκληση της απόφασης ανεξαρτητοποίησης του Δήμου Δραπετσώνας.

Η σύσταση του αυτόνομου Δήμου καταγράφεται ως η απαρχή μιας διαδικασίας αστικοποίησης, οικιστικής ρύθμισης και ανάπτυξης, εμβάθυνσης των δομών τοπικής αυτοδιοίκησης και ανάπλασης της περιοχής, η οποία οικιστικά είχε διευρυνθεί αρκετά. Πιο συγκεκριμένα η Κοινότητα Δραπετσώνος συστάθηκε στις 3 Μαρτίου 1950 (ΦΕΚ 73Α), μετά από απόσπαση του ομώνυμου οικισμού από τον Δήμο Πειραιώς. Τον Αύγουστο της ίδιας χρονιάς καταργήθηκε και συνενώθηκε εκ νέου με τον Δήμο Πειραιώς (ΦΕΚ 187Α/28.8.1950), όμως λίγες ημέρες αργότερα αποσπάσθηκε και πάλι σε αυτόνομη Κοινότητα (ΦΕΚ 201Α/7.9.1950), τέλος αναγνωρίστηκε σε Δήμο στις 24 Ιανουαρίου 1951 (ΦΕΚ 27Α).

Βιβλιογραφία:

  • Μαΐστρου Ε. - Μαυροκορδάτου Δ. - Μαχαίρας Γ. - Μπελαβίλας Ν. - Παπαστεφανάκη Λ. - Πολύζος Γ., Ανώνυμη Ελληνική Εταιρεία Χημικών Προϊόντων και Λιπασμάτων (1909-1993), Λιπάσματα Δραπετσώνας, Αθήνα 2007.
  • Μήλτσος Αντώνης, Σελίδες Ιστορίας, Ημερολόγιο του Εξωραϊστικού-Πολιτιστικού Συλλόγου «ο Θυμοίτης», Δραπετσώνα 2001.
  • Ελίζα Παπαδοπούλου και Γ.Μ. Σαρηγιάννης, Συνοπτική έκθεση για τις προσφυγικές περιοχές του Λεκανοπεδίου Αθηνών, ΕΜΠ, Αθήνα 2006.
  • Τριανταφυλλίδης Σταύρος, Η ιστορία της Δραπετσώνας, Δραπετσώνα, Πειραιάς 1995.

 

Συντάκτης: Ελένη Κυραμαργιού


 
   

© National Hellenic Research Foundation (NHRF), 48 Vassileos Constantinou Ave., 11635 Athens, Greece, Tel. +302107273700, Fax. +302107246618