Το εραλδικό φαινόμενο, η πρώτη εμφάνιση του οποίου εντοπίζεται στη Δυτική και Κεντρική Ευρώπη, στο δεύτερο τέταρτο του 12ου αιώνα, παρουσιάζεται στον Ελλαδικό χώρο καθυστερημένα και διαδίδεται σε μικρότερη έκταση.
Στην Ελλάδα, τα πρώτα εραλδικά κατάλοιπα, όπως τα εντοπίζει η ιστορική έρευνα, χρονολογούνται από τον 14ο αιώνα, για να πυκνώσουν αποφασιστικά τον 15ο και 16ο, όταν το φαινόμενο φθάνει στη μεγαλύτερη ακμή του, και να συνεχίσουν με μια ύφεση, παραμένοντας ωστόσο σε ένα αξιόλογο επίπεδο, μέχρι τα τέλη του 19ου αιώνα.
Το Τμήμα Νεοελληνικών Ερευνών αναγνωρίζοντας τη σημασία της μελέτης του φαινομένου αυτού για τη νεότερη ελληνική ιστορία και την ανάγκη να υπερκεραστεί το στάδιο της ερασιτεχνικής προσέγγισής του, έχει εντάξει στις ερευνητικές του δραστηριότητες τη συστηματική αναζήτηση, καταγραφή, φωτογράφηση και ταξινόμησή τους, με στόχο τη συγκρότηση ενός αρχείου των εραλδικών μνημείων στην Ελλάδα. Η έρευνά μας κατέγραψε μέχρι στιγμής περισσότερα από 1.200 οικόσημα και εμβλήματα.
Τρεις είναι οι βασικές γεωγραφικές περιοχές με τη μεγαλύτερη συμβολή:
οι Λατινοκρατούμενες Κυκλάδες,
τα Δωδεκάνησα των Ιωαννιτών ιπποτών και
η Βενετική κυριαρχία κυρίως στην Κρήτη, τα Επτάνησα και την Πελοπόννησο
Δευτερεύουσες συμβολές προκύπτουν από τη Γενοβέζικη παρουσία (κυρίως στο Βορειοανατολικό Αιγαίο), την Καθολική εκκλησία (που διασταυρώνει όλα τα προηγούμενα) και τέλος τη μικρή ομάδα των Φαναριωτών.
Στην παρούσα βάση παρουσιάζονται ενδεικτικά 323 εγγραφές. Από αυτές, οι 114 χρονολογούνται μεταξύ του 13ου-15ου αιώνα, οι 118 από τον 16ο-17ο αιώνα, οι 83 από τον 18ο-19ο αιώνα, ενώ 8 προέρχονται από τον 20ό αιώνα. Χωροταξικά ο μεγάλος όγκος προέρχεται από τα νησιά του Αιγαίου (184 εγγραφές), ενώ εκπροσωπούνται επίσης η Κρήτη (75 εγγραφές), τα Επτάνησα (27 εγγραφές), η Στερεά Ελλάδα (27 εγγραφές) και η Πελοπόννησος (10 εγγραφές). Κάθε εγγραφή περιλαμβάνει τη θέση στην οποία βρίσκεται το μνημείο, την ταύτιση και τη χρονολόγησή του, ένα σύντομο ιστορικό σημείωμα, μια ενδεικτική βιβλιογραφία και μία πρόσφατη απεικόνισή του.
Επιστημονικός υπεύθυνος του έργου είναι ο Λεωνίδας Καλλιβρετάκης. Στην επιτόπια φωτογράφηση, πέραν του ιδίου, συνεργάστηκαν ο Νίκος Μπένος-Πάλμερ, η Εύη Ολυμπίτου και, κυρίως, ο Κωστής Καλλιβρετάκης.
Η μεταγραφή των ελληνικών χαρακτήρων σε λατινικούς έγινε με βάση το Ελληνικό Πρότυπο του ΕΛΟΤ 743, 2η έκδοση.